ἐπεθορύβησε

ἐπεθορύβησε
ἐπιθορυβέω
shout to
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιθορυβώ — ἐπιθορυβῶ, έω (Α) 1. θορυβώ για κάτι, φωνάζω δυνατά σ’ ένδειξη δυσαρέσκειας ή ως σημείο επιδοκιμασίας (α. «ἐπεθορύβησε πάλιν ὁ ὄχλος», Ξεν. β. «εἰπόντος αὐτοῦ ταῦτα καὶ τῶν ἄλλων ἐπιθορυβησάντων», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”